ξεπεταρούδι

ξεπεταρούδι
fledgling

Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ξεπεταρούδι — το 1. το ξεπεταρόνι 2. παιδί που αρχίζει να μεγαλώνει και να αντιλαμβάνεται το νόημα πολλών πραγμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξεπετώ + υποκορ. κατάλ. αρούδι (πρβλ. μαθητ αρούδι σκολει αρούδι] …   Dictionary of Greek

  • ξεπεταρούδι — το παιδί κάπως μεγαλωμένο (όχι νήπιο) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”